ιτέα

ιτέα
ιτιά η ива, верба;
ιτέα η κλαίουσα плакучая ива

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιτέα" в других словарях:

  • ἰτέα — ἰτέᾱ , ἰτέα willow fem nom/voc/acc dual ἰτέᾱ , ἰτέα willow fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέον ibo one must go neut nom/voc/acc pl ἰτέᾱ , ἰτέον ibo one must go fem nom/voc/acc dual ἰτέᾱ , ἰτέον ibo one must go fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτέᾳ — ἰτέαι , ἰτέα willow fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέα willow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέαι , ἰτέον ibo one must go fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέον ibo one must go fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιτέα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 2 μ., 4.666 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 13 χλμ. Ν της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Ορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • Ιτέα — Sp Itėja Ap Ιτέα/Itea L C ir Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ἰτέας — ἰτέᾱς , ἰτέα willow fem acc pl ἰτέᾱς , ἰτέα willow fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέᾱς , ἰτέον ibo one must go fem acc pl ἰτέᾱς , ἰτέον ibo one must go fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτέαι — ἰτέα willow fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέα willow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέον ibo one must go fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέον ibo one must go fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτέαν — ἰτέᾱν , ἰτέα willow fem acc sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέᾱν , ἰτέον ibo one must go fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτέαις — ἰτέα willow fem dat pl ἰτέον ibo one must go fem dat pl ἰτέᾱͅς , ἰτέον ibo one must go fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τσερκούβιανα — (Ιτέα). Ημιορεινός οικισμός (;; κάτ., υψόμ. 440) του νομού Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηγών …   Dictionary of Greek

  • ἰτεῶν — ἰτέα willow fem gen pl ἰτέον ibo one must go fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτέης — ἰτέα willow fem gen sg (epic ionic) ἰτέον ibo one must go fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»